οἶνος

οἶνος
οἶνος, ,
A wine, μέλας οἶ. (cf. οἶνοψ) Od.5.265,9.196 ;

ἐρυθρός 5.165

, 9.163 ;

αἶθοψ Il.1.462

, 4.259 ;

ἡδύς Od.2.349

,9.204 ;

ἡδύποτος 15.507

;

μελιηδής Il.4.346

, al. ;

μελίφρων 6.264

;

παλαιός Od.2.340

, Pi. O.9.48, cf. Simon.75 ;

οἴνους παλαιοὺς εὐώδεις X.An.4.4.9

;

ἐΰφρων Il. 3.246

;

εὐήνωρ Od.4.622

;

οἶνον ἔμισγον ἐνὶ κρητῆρσι καὶ ὕδωρ 1.110

: with Preps., ἐν οἴνῳ over one's cups, Ar.Lys.1227, Call.Epigr.23.8 ;

παρ' οἴνῳ S.OT780

;

παρ' οἶνον Plu.2.143d

;

μετὰ παιδιᾶς καὶ οἴ. Th. 6.28

: also in pl.,

ἡ ἐν τοῖς οἴ. διατριβή Pl.Lg.641c

, 645c ;

ἐπ' οἴνοις Pherecr.153.9

: pl. also, οἶνοι, wines, X.l.c., Pl.R.573a,al. ; οἶνος δωδεκάδραχμος wine at 12 drachmae the cask, D.42.20 : prov.,

οἶ. τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ Eub.135

; οἶνος καὶ ἀλάθεα (v. ἀλήθεια), in vino veritas, Alc.57, Theoc.29.1 ;

οἶνος . . ἀληθής Pl.Smp.217e

; οἴνῳ τὸν οἶ. ἐξελαύνειν 'to take a hair of the dog that bit you', Antiph.300.1 : οἶνος is.freq. omitted, πίνεὶν πολύν (sc. οἶνον) E.Cyc.569, Theoc.18.11 ; esp. with names of places, Θάσιος, Χῖος, etc., Eub.124,125,126 : resin was used as a preservative,

πισσίτης οἶ. Plu.2.676c

.
2 fermented juice of other kinds, οἶνος ἐκ κριθέων πεποιημένος barley wine, a kind of beer, Hdt.2.77 ; οἶ. φοινικήϊος palm-wine, ib.86, cf. 1.193 ; lotus-wine, Id.4.177, etc. ; from which drinks grape-wine ([etym.] οἶ. ἀμπέλινος) is expressly distd., Id.2.60.
II the wine-market,

τρέχ' ἐς τὸν οἶ. Ar. Fr.299

.
III name of Dionysus, Orph.Fr.216. (

ϝοῖνος Leg.Gort. 10.39

, Inscr.Cypr.148H. ; cf. Lat. vinum.<*>

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οινός — οἰνός, ὁ (Α) [οίνη (II)] η οίνη* (II) …   Dictionary of Greek

  • οἶνος — the ace masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

  • Οἶνος ἦν ἀληθής. — οἶνος ἦν ἀληθής. См. Вся правда в вине …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οἰνος, ὦ φίλε παῖ, καὶ ἀλάθεα. — οἰνος, ὦ φίλε παῖ, καὶ ἀλάθεα. См. Вся правда в вине …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οἶνος... ἀνθρώποις δίοπτρον. — οἶνος... ἀνθρώποις δίοπτρον. См. Вся правда в вине …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • οίνος — ο οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται από το χυμό του σταφυλιού, αλλ. κρασί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀνδρὸς δ’οἶνος ἔδειξε νοον. — ἀνδρὸς δ’οἶνος ἔδειξε νοον. См. Вся правда в вине …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Κάτοπτρον... ἐστ’ οἶνος νοῦ. — См. Вся правда в вине …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • οἶνε — οἶνος the ace masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶνοι — οἶνος the ace masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”